- πλειστοβολίνδα
- ἡ, Α(ενν. παιδιά) παιχνίδι με κύβους ή αστραγάλους στο οποίο νικητής ήταν εκείνος που έριχνε τις περισσότερες βολές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστοβόλος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα, στρεπτ-ίνδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλειστοβολίνδα — πλειστοβολίνδᾱ , πλειστοβολίνδα dice playing fem nom/voc/acc dual πλειστοβολίνδᾱ , πλειστοβολίνδα dice playing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)